Zusammengedrängt στα ελληνικά
Μετάφραση: zusammengedrängt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπυκνωμένος, συμπαγής, συνωστίζονται, συνωστίζονταν, συνοστίζονταν, μαζεύονται πολλοί μαζί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abnutzen στα ελληνικά - φθείρονται, φθείρεται, φθαρούν, εξαντληθεί, φθαρεί
- aufopfernd στα ελληνικά - αυτοθυσιαζόμενος, αυτοθυσιαστεί, αυτοθυσιαζόμενη, αυτοθυσία
- autosuggestion στα ελληνικά - αυθυποβολής, αυθυποβολή, της αυθυποβολής, την αυθυποβολή
- beitragende στα ελληνικά - συνεργάτης, συμβάλλοντας, συνεισφέροντας, συμβάλλουν, συμβάλλει, συμβολή
Τυχαίες λέξεις
Zusammengedrängt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπυκνωμένος, συμπαγής, συνωστίζονται, συνωστίζονταν, συνοστίζονταν, μαζεύονται πολλοί μαζί
Μεταφράσεις: συμπυκνωμένος, συμπαγής, συνωστίζονται, συνωστίζονταν, συνοστίζονταν, μαζεύονται πολλοί μαζί