Zweifellos στα ελληνικά
Μετάφραση: zweifellos, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναμφισβήτητα, αναμφίβολος, αναμφίβολα, χωρίς αμφιβολία, ασφαλώς, αμφιβολία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- andacht στα ελληνικά - αφοσίωση, αφιέρωση, ευλάβεια, σεβασμό, σεβασμού, σεβασμός, ευλάβειας
- aristokratisches στα ελληνικά - αριστοκρατικός, Αριστοκρατική, αριστοκρατικό, αριστοκρατικής, αριστοκρατικών
- arsenale στα ελληνικά - Arsenale, Ναυστάθμου, Ναύσταθμος, Arsenale του, Αρσενάλε
- binsenwahrheit στα ελληνικά - κάδους, κάδοι, κάδων, δοχεία, δοχείων
Τυχαίες λέξεις
Zweifellos στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναμφισβήτητα, αναμφίβολος, αναμφίβολα, χωρίς αμφιβολία, ασφαλώς, αμφιβολία
Μεταφράσεις: αναμφισβήτητα, αναμφίβολος, αναμφίβολα, χωρίς αμφιβολία, ασφαλώς, αμφιβολία