Ægteskab στα ελληνικά

Μετάφραση: ægteskab, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γάμος, παντρειά, γάμου, γάμο, το γάμο, του γάμου
Ægteskab στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ægtemand στα ελληνικά - σύζυγος, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ο σύζυγός
  • ægtepar στα ελληνικά - ανδρόγυνο, παντρεμένο ζευγάρι, παντρεμένου ζευγαριού, έγγαμο ζεύγος, ζευγάρι παντρεύτηκε
  • ægteskabsbrud στα ελληνικά - μοιχεία, μοιχείας, τη μοιχεία, η μοιχεία, για μοιχεία
  • ændre στα ελληνικά - αλλάζω, παραλλαγή, μετατροπή, παραλλάζω, αλλαγή, μεταβολή, αλλαγής, ...
Τυχαίες λέξεις
Ægteskab στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γάμος, παντρειά, γάμου, γάμο, το γάμο, του γάμου