Afgøre στα ελληνικά

Μετάφραση: afgøre, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθορίζω, υπολογίζω, αποφασίζω, προσδιορίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Afgøre στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afgrøde στα ελληνικά - σοδειά, τρύγος, θερίζω, καλλιέργεια, συγκομιδή, καλλιεργειών, καλλιέργειας
  • afgå στα ελληνικά - φεύγω, παραιτούμαι, παρατάω, αναχώρηση, που αναχωρούν, αναχωρούν, αναχωρεί, ...
  • afgørelse στα ελληνικά - απόφαση, αποφασιστικότητα, απόφασης, την απόφαση, αποφάσεως, απόφαση της
  • afkrog στα ελληνικά - γωνία, στριμώχνω, σχισμή, χαραμάδα, κρυψώνα, ακόμη παραπάνω, απωθητική
Τυχαίες λέξεις
Afgøre στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθορίζω, υπολογίζω, αποφασίζω, προσδιορίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί