Καθορίζω στα δανικά

Μετάφραση: καθορίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bestemme, afgøre, beslutte, befæste, citere, definere, fastlægge, definerer, at definere, defineres
Καθορίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθορίζω

καθορίζω στα γαλλικά, καθορίζουν μετάφραση, καθορίζω translation, καθορίζω συνώνυμα, καθορίζουν μετάφραση αγγλικά, καθορίζω λεξικό γλώσσας δανικά, καθορίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καθολικός στα δανικά - katolsk, katolske, Catholic, katolik
  • καθομιλούμενος στα δανικά - jargon, konversation, conversational, samtale, klartext, konverserende
  • καθορισμένος στα δανικά - sætte, apparat, tilberede, mængde, fast, faste, bestemt, ...
  • καθοριστικός στα δανικά - determinant, afgørende, faktor, bestemmende, determinanten
Τυχαίες λέξεις
Καθορίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bestemme, afgøre, beslutte, befæste, citere, definere, fastlægge, definerer, at definere, defineres