Akkumulator στα ελληνικά

Μετάφραση: akkumulator, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστοιχία, μπαταρία, συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών
Akkumulator στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akademisk στα ελληνικά - ακαδημαϊκός, ακαδημαϊκό, ακαδημαϊκή, ακαδημαϊκών, ακαδημαϊκά
  • akkord στα ελληνικά - συγχορδία, συμφωνία, συγκατάθεση, οικισμός, χορδή, χορδής, χορδών, ...
  • akkusativ στα ελληνικά - αιτιατική, αιτιατικής, στην αιτιατική, την αιτιατική, η αιτιατική
  • akrobat στα ελληνικά - ακροβάτης, Acrobat, ακροβάτη, το Acrobat, ακροβατών
Τυχαίες λέξεις
Akkumulator στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστοιχία, μπαταρία, συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών