Almindelig στα ελληνικά

Μετάφραση: almindelig, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνηθισμένος, γενικός, συνήθης, στρατηγός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Almindelig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • allé στα ελληνικά - λεωφόρος, λεωφόρο, Avenue, λεωφόρου, τη λεωφόρο
  • almanak στα ελληνικά - καζαμίας, εορτολόγιο, ημερολόγιο, Almanac, Αλμανάκ, Ωροσκόπιον
  • almisse στα ελληνικά - ελεημοσύνη, ALMS, ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΕΣ, του ALMS
  • alt στα ελληνικά - όλες, όλα, όλος, πάντα, τα πάντα, όλα όσα
Τυχαίες λέξεις
Almindelig στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνηθισμένος, γενικός, συνήθης, στρατηγός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές