Συνηθισμένος στα δανικά

Μετάφραση: συνηθισμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ordinær, fælles, sædvanlig, almindelig, sædvanlige, sædvanligt, normalt, normale
Συνηθισμένος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνηθισμένος

συνηθισμένος συνώνυμα, συνηθισμένοσ συνώνυμο, συνηθισμένος λεξικό γλώσσας δανικά, συνηθισμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συνηγορώ στα δανικά - sagfører, advokat, påberåbe, påberåbe sig, paaberaabe sig, paaberaabe
  • συνηθίζω στα δανικά - vænne, vant, vænne til
  • συνθέτης στα δανικά - komponist, komponisten, komponistens
  • συνθέτω στα δανικά - syntetisere, at syntetisere, syntese, syntetiserer, sammenfatte
Τυχαίες λέξεις
Συνηθισμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ordinær, fælles, sædvanlig, almindelig, sædvanlige, sædvanligt, normalt, normale