Amme στα ελληνικά

Μετάφραση: amme, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάγια, νοσοκόμα, θηλασμός, θηλασμού, θηλασμό, του θηλασμού, ο θηλασμός
Amme στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ametyst στα ελληνικά - αμέθυστος, αμέθυστο, αμέθυστου
  • amfiteater στα ελληνικά - αμφιθέατρο, αμφιθεάτρου, αμφιθεατρικά, αμφιθεατρικό, αμφιθεατρική
  • ammoniak στα ελληνικά - αμμωνία, αμμωνίας, της αμμωνίας, η αμμωνία, την αμμωνία
  • ammunition στα ελληνικά - πυρομαχικά, πυρομαχικών, των πυρομαχικών, τα πυρομαχικά, πολεμοφόδια
Τυχαίες λέξεις
Amme στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάγια, νοσοκόμα, θηλασμός, θηλασμού, θηλασμό, του θηλασμού, ο θηλασμός