Νοσοκόμα στα δανικά

Μετάφραση: νοσοκόμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pleje, sygeplejerske, amme, sygeplejersken, sygeplejersker, sygeplejerske med
Νοσοκόμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοσοκόμα

νοσοκόμα φάρσα, νοσοκόμα της κέιτ, νοσοκόμα αγγλία, νοσοκόμα θεσσαλονίκη, νοσοκόμα ονειροκρίτης, νοσοκόμα λεξικό γλώσσας δανικά, νοσοκόμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • νοσοκομείο στα δανικά - hospital, hospitalet, sygehus, sygehuset, hospitalsbehandling
  • νοσοκομειακό στα δανικά - ambulance, hospital, hospitalet, sygehus, sygehuset, hospitalsbehandling
  • νοσταλγία στα δανικά - nostalgi, nostalgien, nostalgisk
  • νοσταλγικός στα δανικά - nostalgisk, nostalgiske, nostalgi
Τυχαίες λέξεις
Νοσοκόμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pleje, sygeplejerske, amme, sygeplejersken, sygeplejersker, sygeplejerske med