Βάγια στα δανικά
Μετάφραση: βάγια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sygeplejerske, amme, pleje, palme, palm, håndfladen, håndflade, håndflader
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βάγια
βάγια ζεππάτου, βάγια ταύρος, βάγια καραφεϊζη, βάγια βλάχου, βάγια νικλήτσα, βάγια λεξικό γλώσσας δανικά, βάγια στα δανικά
Μεταφράσεις
- αύρα στα δανικά - vind, brise, leg, breeze, stille
- αύριο στα δανικά - i morgen, morgen, morgendagens, fremtidens
- βάζω στα δανικά - butik, lager, sætte, benytte, strø, forråd, remise, ...
- βάθος στα δανικά - dybde, dybden, indgående, dybtgående, tilbundsgående
Τυχαίες λέξεις
Βάγια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sygeplejerske, amme, pleje, palme, palm, håndfladen, håndflade, håndflader
Μεταφράσεις: sygeplejerske, amme, pleje, palme, palm, håndfladen, håndflade, håndflader