Bøn στα ελληνικά

Μετάφραση: bøn, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζητώ, παρακαλώ, παράκληση, προσευχή, ικεσία, προσευχής, την προσευχή, η προσευχή, της προσευχής
Bøn στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bøjet στα ελληνικά - κυρτός, κλίση, λυγισμένο, λυγισμένα, κάμπτεται, καμφθεί
  • bølge στα ελληνικά - κύμα, κύματος, κυμάτων, κύματα, το κύμα
  • bønne στα ελληνικά - φασόλι, φασόλια, φασολιών, φασολιού, σόγιας
  • børs στα ελληνικά - πορτοφόλι, ανταλλαγή, Exchange, Αξιών, Χρηματιστήριο, του Exchange
Τυχαίες λέξεις
Bøn στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζητώ, παρακαλώ, παράκληση, προσευχή, ικεσία, προσευχής, την προσευχή, η προσευχή, της προσευχής