Ικεσία στα δανικά
Μετάφραση: ικεσία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bøn, påkaldelse, ydmyge, supplication, anråbelse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ικεσία
ικεσία στην αρχαία ελλάδα, ικεσία στην αρχαιότητα, ικεσία στην ιλιάδα, ικεσία ορισμός, ικεσία βικιπαίδεια, ικεσία λεξικό γλώσσας δανικά, ικεσία στα δανικά
Μεταφράσεις
- ικανός στα δανικά - ekspert, dygtig, stand, i stand, kunne, kan, stand til
- ικανότητα στα δανικά - evne, evnen, evne til, mulighed, mulighed for
- ικετεύω στα δανικά - bede, beg, starten, i beg, tigge
- ικρίωμα στα δανικά - stillads, stilladset, scaffold, skelet, skafottet
Τυχαίες λέξεις
Ικεσία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bøn, påkaldelse, ydmyge, supplication, anråbelse
Μεταφράσεις: bøn, påkaldelse, ydmyge, supplication, anråbelse