Betydning στα ελληνικά
Μετάφραση: betydning, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έννοια, σημασία, σπουδαιότητα, σημασίας, σημαντικό, σημασία που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- betragte στα ελληνικά - θεωρώ, εμφάνιση, άποψη, βλέμμα, κοιτάζω, φαίνομαι, εξετάσει, ...
- betyde στα ελληνικά - παραδόπιστος, σημαίνω, εννοώ, τσιγκούνης, μέσο, μέσος, σημαίνει, ...
- beundre στα ελληνικά - θαυμάζω, Θαυμάστε, θαυμάσετε, Θαυμάστε την, να θαυμάσει
- bevare στα ελληνικά - αμπάρι, κρατώ, διατήρηση, τη διατήρηση, διαφύλαξη, διατηρήσουν, διατηρούν
Τυχαίες λέξεις
Betydning στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έννοια, σημασία, σπουδαιότητα, σημασίας, σημαντικό, σημασία που
Μεταφράσεις: έννοια, σημασία, σπουδαιότητα, σημασίας, σημαντικό, σημασία που