Direkte στα ελληνικά

Μετάφραση: direkte, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθοδηγώ, ευθύς, σκηνοθετώ, ίσιος, κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση
Direkte στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • diplom στα ελληνικά - δίπλωμα, διπλώματος, πτυχίο, πτυχίου, δίπλωμα που
  • diplomati στα ελληνικά - διπλωματία, διπλωματίας, η διπλωματία, τη διπλωματία, της διπλωματίας
  • direktør στα ελληνικά - σκηνοθέτης, διευθυντής, διευθυντή, σκηνοθέτη, διευθύντρια
  • dis στα ελληνικά - ομίχλη, πούσι, DIS, του DIS, το DIS
Τυχαίες λέξεις
Direkte στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθοδηγώ, ευθύς, σκηνοθετώ, ίσιος, κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση