Σκηνοθετώ στα δανικά
Μετάφραση: σκηνοθετώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
scene, lede, direkte, føre, fase, lige, rettet, instruktion, styrende, dirigerende
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκηνοθετώ
σκηνοθετώ μεταφορικά, σκηνοθετώ λεξικό γλώσσας δανικά, σκηνοθετώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- σκηνή στα δανικά - skueplads, fase, scene, telt, scenen, sekvens
- σκηνοθέτης στα δανικά - bestyrer, direktør, leder, instruktør, direktøren, Director
- σκι στα δανικά - ski, Skisports, af ski, skiområdet
- σκιά στα δανικά - nuance, skygge, skyggen, shadow, skygger, skyggeøkonomien
Τυχαίες λέξεις
Σκηνοθετώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: scene, lede, direkte, føre, fase, lige, rettet, instruktion, styrende, dirigerende
Μεταφράσεις: scene, lede, direkte, føre, fase, lige, rettet, instruktion, styrende, dirigerende