Egentlig στα ελληνικά

Μετάφραση: egentlig, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πραγματικός, αληθινός, ευπρεπέστατα, θετικός, σωστά, πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα
Egentlig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • egen στα ελληνικά - προσωπικός, της], κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, ...
  • egenskab στα ελληνικά - ποιότητα, σπίτι, ακίνητο, αποδίδω, ιδιότητα, χαρακτήρας, κτήμα, ...
  • egern στα ελληνικά - σκίουρος, σκίουρο, σκίουρου, Squirrel, σκιούρων
  • egetræ στα ελληνικά - δρύινος, βελανιδιά, δρυς, δρύινα, βελανιδιάς, δρυός
Τυχαίες λέξεις
Egentlig στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πραγματικός, αληθινός, ευπρεπέστατα, θετικός, σωστά, πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα