Følge στα ελληνικά

Μετάφραση: følge, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποτέλεσμα, συνέπεια, τεύχος, σημασία, έκβαση, ακολουθώ, επίπτωση, κατάληξη, θέμα, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
Følge στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • følehorn στα ελληνικά - κεραία, κεραία έντομου, φίλερ, αισθητήριο όργανο, διακενόμετρο, αισθητήριους
  • følelse στα ελληνικά - νιώθω, συναίσθημα, αίσθηση, υφή, αίσθημα, αισθάνομαι, το συναίσθημα, ...
  • følsom στα ελληνικά - μαλακός, αλγεινός, τρυφερός, ευαίσθητος, ευαίσθητα, ευαίσθητες, ευαίσθητο, ...
  • før στα ελληνικά - προτού, πριν, πριν να, πριν από, ενώπιον
Τυχαίες λέξεις
Følge στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποτέλεσμα, συνέπεια, τεύχος, σημασία, έκβαση, ακολουθώ, επίπτωση, κατάληξη, θέμα, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε