Επίπτωση στα δανικά

Μετάφραση: επίπτωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
virkning, udfald, følge, resultat, konsekvens, forekomst, forekomsten, incidens, incidensen, hyppigheden
Επίπτωση στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίπτωση

επίπτωση στα αγγλικά, επίπτωση επιπολασμός ορισμός, επίπτωση ασθένειας, επίπτωση νόσου, επίπτωση επιπολασμός, επίπτωση λεξικό γλώσσας δανικά, επίπτωση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επίπλωση στα δανικά - møbler, inventar, indrettet, møblering, indretning
  • επίπονος στα δανικά - besværlig, omstændelig, arbejdskrævende, besværlige, møjsommelig
  • επίρρημα στα δανικά - adverbium, biord, adverbiet, biordet, adverb
  • επίσημα στα δανικά - officielt, er officielt, officiel, officielt er, officielle
Τυχαίες λέξεις
Επίπτωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: virkning, udfald, følge, resultat, konsekvens, forekomst, forekomsten, incidens, incidensen, hyppigheden