Έκβαση στα δανικά

Μετάφραση: έκβαση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
udfald, virkning, konsekvens, resultat, følge, resultatet, resultaterne, udfaldet
Έκβαση στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έκβαση

έκβαση λεξικό, εκβαση συνώνυμο, έκβαση στα αγγλικά, έκβαση ορισμός, έκβαση english, έκβαση λεξικό γλώσσας δανικά, έκβαση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • έθιμο στα δανικά - brug, sædvane, skik, told, custom, brugerdefinerede, brugerdefineret, ...
  • έθνος στα δανικά - folk, nation, nationen, nationens, land, Folk
  • έκδηλος στα δανικά - tydelig, lys, rydde, klar, manifest, åbenbart, åbenbar, ...
  • έκδοση στα δανικά - spørgsmål, problem, emne, spørgsmålet, udstedelse
Τυχαίες λέξεις
Έκβαση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: udfald, virkning, konsekvens, resultat, følge, resultatet, resultaterne, udfaldet