Ασχολία στα δανικά

Μετάφραση: ασχολία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forfølgelse, jagt, beskæftigelse, erhverv, besættelse, besættelsen, erhvervet
Ασχολία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασχολία

ασχολία συνώνυμο, ασχολία ετυμολογία, ασχολία συνώνυμα, ασχολία λεξικό γλώσσας δανικά, ασχολία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ασφυξία στα δανικά - kvælning, kvælningsfare, kvælning på, for kvælning
  • ασφόδελος στα δανικά - påskelilje, Daffodil, påskeliljer
  • ασωτία στα δανικά - orgie, udsvævelser, ødselhed
  • ασύγχρονος στα δανικά - asynkron, asynkrone, asynkront
Τυχαίες λέξεις
Ασχολία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forfølgelse, jagt, beskæftigelse, erhverv, besættelse, besættelsen, erhvervet