Fysisk στα ελληνικά

Μετάφραση: fysisk, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωματικός, φυσικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικής
Fysisk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fysiker στα ελληνικά - φυσικός, φυσικό, φυσικού, ο φυσικός
  • fysiologi στα ελληνικά - φυσιολογία, φυσιολογίας, τη φυσιολογία, της φυσιολογίας, η φυσιολογία
  • få στα ελληνικά - νικώ, λίγα, λιγοστός, λαμβάνω, κρατώ, παίρνω, απολαβή, ...
  • får στα ελληνικά - πρόβατο, πρόβατα, προβάτων, προβατοειδών, τα πρόβατα, προβάτου
Τυχαίες λέξεις
Fysisk στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωματικός, φυσικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικής