Hjem στα ελληνικά

Μετάφραση: hjem, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τόπος, κατοικία, τοποθετώ, μέρος, σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
Hjem στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • historisk στα ελληνικά - ιστορικός, ιστορικό, ιστορική, ιστορικά, ιστορικές
  • hjelm στα ελληνικά - κράνος, κράνους, το κράνος, περικεφαλαία, του κράνους
  • hjemland στα ελληνικά - σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
  • hjerne στα ελληνικά - εγκέφαλος, εγκεφάλου, εγκέφαλο, του εγκεφάλου, εγκεφάλων
Τυχαίες λέξεις
Hjem στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τόπος, κατοικία, τοποθετώ, μέρος, σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού