Lån στα ελληνικά

Μετάφραση: lån, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάνειο, δανεισμός, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
Lån στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • låg στα ελληνικά - σκέπασμα, καπάκι, καλύπτω, κάλυμμα, καπακιού, καλύμματος, πώμα
  • låge στα ελληνικά - θύρα, πύλη, αυλόπορτα, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, Cover, ...
  • låne στα ελληνικά - δανείζω, δάνειο, δανείζομαι, δανεισμός, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, ...
  • lår στα ελληνικά - μηρός, μηρούς, τους μηρούς, μηρών, μηροί, των μηρών
Τυχαίες λέξεις
Lån στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάνειο, δανεισμός, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια