Δάνειο στα δανικά

Μετάφραση: δάνειο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
låne, lån, lånet, udlån, laan
Δάνειο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δάνειο

δάνειο στεγαστικό, δάνειο μτπυ, δάνειο καταναλωτικό, δάνειο προς πρώϊμη αποπληρωμή, δάνειο πειραιώς, δάνειο λεξικό γλώσσας δανικά, δάνειο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δάκρυ στα δανικά - tåre, rive, river, stykker, at rive, i stykker
  • δάκτυλο στα δανικά - finger, fingeren, fingre, en finger
  • δάρτης στα δανικά - Plungers, Roerestaenger, stempelgreb, Rørestænger, stemplerne
  • δάσκαλος στα δανικά - lærer, instruktør, læreren, underviser, teacher, lærere
Τυχαίες λέξεις
Δάνειο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: låne, lån, lånet, udlån, laan