Lås στα ελληνικά

Μετάφραση: lås, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλειδαριά, Κλείδωμα, κλειδώσετε, Lock, Κλειδώστε
Lås στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • låne στα ελληνικά - δανείζω, δάνειο, δανείζομαι, δανεισμός, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, ...
  • lår στα ελληνικά - μηρός, μηρούς, τους μηρούς, μηρών, μηροί, των μηρών
  • låse στα ελληνικά - κλειδαριά, κλειδαριές, κλειδαριών, κλειδώνει, κλειδώματα, τις κλειδαριές
  • læbe στα ελληνικά - χείλι, χείλος, χείλους, χείλη, χειλιών, lip
Τυχαίες λέξεις
Lås στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλειδαριά, Κλείδωμα, κλειδώσετε, Lock, Κλειδώστε