Langsomt στα ελληνικά

Μετάφραση: langsomt, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σιγά, αργά, σιγά-, βραδέως, αργή
Langsomt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lang στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
  • langsom στα ελληνικά - βραδύς, αργός, αργή, βραδεία, αργό, αργά
  • langt στα ελληνικά - μακριά, πολύ, μέτρο, τώρα, στιγμής
  • lanse στα ελληνικά - λόγχη, καμάκι, δόρυ, Lance, Λανς, λόγχης, ο Lance
Τυχαίες λέξεις
Langsomt στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σιγά, αργά, σιγά-, βραδέως, αργή