Mål στα ελληνικά
Μετάφραση: mål, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στόχος, μέτρο, σκοπός, αντικειμενικός, καταμέτρηση, σκοπεύω, αποβλέπω, μέτρηση, μετρώ, στοχεύω, αντικείμενο, αντιτείνω, γκολ, βλέψη, στόχοι, στόχους, τους στόχους, στόχων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- måde στα ελληνικά - μέσο, στύλος, τρόπος, πλάθω, μέθοδος, μόδα, σχηματίζω, ...
- måge στα ελληνικά - γλάρος, Seagull, γλάρο, γλάρου, Το Seagull
- måle στα ελληνικά - μέτρο, μετρώ, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
- måling στα ελληνικά - μέτρο, μετρώ, μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση
Τυχαίες λέξεις
Mål στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στόχος, μέτρο, σκοπός, αντικειμενικός, καταμέτρηση, σκοπεύω, αποβλέπω, μέτρηση, μετρώ, στοχεύω, αντικείμενο, αντιτείνω, γκολ, βλέψη, στόχοι, στόχους, τους στόχους, στόχων
Μεταφράσεις: στόχος, μέτρο, σκοπός, αντικειμενικός, καταμέτρηση, σκοπεύω, αποβλέπω, μέτρηση, μετρώ, στοχεύω, αντικείμενο, αντιτείνω, γκολ, βλέψη, στόχοι, στόχους, τους στόχους, στόχων