Αντικείμενο στα δανικά
Μετάφραση: αντικείμενο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mål, ting, tema, emne, hensigt, fag, objekt, formål, objektet, genstand
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντικείμενο
αντικείμενο συνώνυμα, αντικείμενο ρήματος, αντικείμενο αρχαία ελληνικά, αντικείμενο αγγλικά, αντικείμενο στα νέα ελληνικά, αντικείμενο λεξικό γλώσσας δανικά, αντικείμενο στα δανικά
Μεταφράσεις
- αντικαταστάτης στα δανικά - erstatning, stedfortræder, erstatte, stedet, substitut
- αντικατοπτρίζω στα δανικά - spejl, reflekteret, afspejles, afspejlet, Spejlet, Genspejlet
- αντικειμενικός στα δανικά - hensigt, mål, objektiv, objektive, målsætning, målet
- αντικρίζω στα δανικά - ansigt, konfrontere, imødegå, at konfrontere, konfronterer
Τυχαίες λέξεις
Αντικείμενο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mål, ting, tema, emne, hensigt, fag, objekt, formål, objektet, genstand
Μεταφράσεις: mål, ting, tema, emne, hensigt, fag, objekt, formål, objektet, genstand