Σκοπεύω στα δανικά

Μετάφραση: σκοπεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sigte, mål, hensigt, agter, til hensigt, har til hensigt, påtænker
Σκοπεύω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκοπεύω

σκοπεύω συνώνυμο, σκοπεύω λεξικό γλώσσας δανικά, σκοπεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σκληρότητα στα δανικά - hårdhed, hårdheden, hårdhedsgrad
  • σκοινί στα δανικά - reb, snor, tov, rebet, tovværk, tovet
  • σκοπιά στα δανικά - vagtpost, perspektiv, overslag, perspektivisk, synspunkt
  • σκοπιμότητα στα δανικά - gennemførlighed, muligheden, feasibility, gennemførligheden
Τυχαίες λέξεις
Σκοπεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sigte, mål, hensigt, agter, til hensigt, har til hensigt, påtænker