Βλέψη στα δανικά

Μετάφραση: βλέψη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sigte, ærgerrighed, ambition, mål, hensigt, aspiration, ønske, stræben, opsugning
Βλέψη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βλέψη

βλέψη συνώνυμο, βλέψη λεξικό γλώσσας δανικά, βλέψη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βλέμμα στα δανικά - betragte, blik, afvente, se, ser, kigge, at se, ...
  • βλέπω στα δανικά - se, vagtpost, ur, jf, kunne se, ser
  • βλήμα στα δανικά - raket, projektil, projektilet, projektilets, et projektil
  • βλαβερός στα δανικά - skadelig, sårende, smertefuld, såre, lidt ondt
Τυχαίες λέξεις
Βλέψη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sigte, ærgerrighed, ambition, mål, hensigt, aspiration, ønske, stræben, opsugning