Αποβλέπω στα δανικά

Μετάφραση: αποβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sigte, hensigt, mål, målsætninger, formål, målene
Αποβλέπω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποβλέπω

αποβλέπω μετάφραση, αποβλέπω συνώνυμα, προβλέπω συνώνυμο, προβλέπω ετυμολογία, αποβλέπω λεξικό γλώσσας δανικά, αποβλέπω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αποβάλλω στα δανικά - barak, bortvise, udvise, uddrive, udvisning, udsende
  • αποβλάκωση στα δανικά - forbavselse, største forbavselse, forbløffelse, fordummelse
  • αποβλακώνω στα δανικά - bedøve, at bedøve
  • αποβολή στα δανικά - abort, aborter, svangerskabsafbrydelse
Τυχαίες λέξεις
Αποβλέπω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sigte, hensigt, mål, målsætninger, formål, målene