Medlem στα ελληνικά
Μετάφραση: medlem, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέλεχος, κλαδί, οπαδός, μέλος, άκρο, υποστηρικτής, κράτη, κρατών, κράτος, τα κράτη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- medicinsk στα ελληνικά - ιατρικός, ιατρική, ιατρικές, ιατρικής, ιατρικών
- meditation στα ελληνικά - στοχασμός, αυτοσυγκέντρωση, διαλογισμό, διαλογισμού, διαλογισμός
- medlidenhed στα ελληνικά - κρίμα, συμπόνια, οίκτος, συμπάθεια, οίκτο, λυπηρό το γεγονός, λυπηρό το, ...
- medlidenhedsdrab στα ελληνικά - ευθανασία, ευθανασίας, την ευθανασία, η ευθανασία, της ευθανασίας
Τυχαίες λέξεις
Medlem στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέλεχος, κλαδί, οπαδός, μέλος, άκρο, υποστηρικτής, κράτη, κρατών, κράτος, τα κράτη
Μεταφράσεις: στέλεχος, κλαδί, οπαδός, μέλος, άκρο, υποστηρικτής, κράτη, κρατών, κράτος, τα κράτη