Μέλος στα δανικά
Μετάφραση: μέλος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
penis, medlem, lem, medlemsstats, medlems-, bruger
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέλος
μέλος δεπ, μέλος τεε, μέλος φάντασμα, μέλος εφορευτικής επιτροπής εκλογών 2014, μέλοσ τησ χρυσήσ αυγήσ, μέλος λεξικό γλώσσας δανικά, μέλος στα δανικά
Μεταφράσεις
- μέθοδος στα δανικά - fremgangsmåde, metode, måde, metoden, fremgangsmåden
- μέλι στα δανικά - kære, honning, honningen, skat, honey
- μέμφομαι στα δανικά - bebrejdelse, bebrejde, Forhaanelse, Forsmædelse, Skændsel
- μέμψη στα δανικά - Semerkhet
Τυχαίες λέξεις
Μέλος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: penis, medlem, lem, medlemsstats, medlems-, bruger
Μεταφράσεις: penis, medlem, lem, medlemsstats, medlems-, bruger