Στέλεχος στα δανικά

Μετάφραση: στέλεχος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
penis, officer, stængel, stamme, politibetjent, medlem, stilk, stamceller, stilken, stammen
Στέλεχος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στέλεχος

στέλεχος ασφαλείας προσώπων & υποδομών, στέλεχος διοίκησης και οικονομίας στον τομέα του τουρισμού, στέλεχος τεχνολογίας & ελέγχου τροφίμων και ποτών, στέλεχος στα αγγλικά, στέλεχος υπηρεσιών αερομεταφοράς, στέλεχος λεξικό γλώσσας δανικά, στέλεχος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • στέγνωμα στα δανικά - tør, tørt, tørre
  • στέκα στα δανικά - cue, stikord, udgangspunkt, kø
  • στέλνω στα δανικά - sende, Send, sender, at sende
  • στέμμα στα δανικά - højdepunkt, krone, Crown, kronen, af Crown, Crowns
Τυχαίες λέξεις
Στέλεχος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: penis, officer, stængel, stamme, politibetjent, medlem, stilk, stamceller, stilken, stammen