Minister στα ελληνικά
Μετάφραση: minister, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπουργός, ιερέας, Υπουργού, Υπουργό, ο υπουργός, κ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mineral στα ελληνικά - μετάλλευμα, ορυκτό, ορυκτών, μεταλλικό, ορυκτά, ανόργανα
- mineralogi στα ελληνικά - ορυκτολογία, Ορυκτολογίας, την ορυκτολογία, η ορυκτολογία, στην ορυκτολογία
- ministerium στα ελληνικά - τμήμα, υπουργείο, τομή, Υπουργείου, διακονία, του υπουργείου, το υπουργείο
- minoritet στα ελληνικά - μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
Τυχαίες λέξεις
Minister στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπουργός, ιερέας, Υπουργού, Υπουργό, ο υπουργός, κ
Μεταφράσεις: υπουργός, ιερέας, Υπουργού, Υπουργό, ο υπουργός, κ