Ιερέας στα δανικά

Μετάφραση: ιερέας, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sognepræst, minister, præst, kapellan, feltpræst, Kapellanen, præsten
Ιερέας στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιερέας

ιερέας συνελήφθη, ιερέας εξαπατούσε άνεργους τάζοντάς τους δουλειά, ιερέας ανατολικής εκκλησίας, ιερέας ξεσαλώνει μέσα στην εκκλησία, ιερέας έπνιξε μωρό στην κολυμπήθρα, ιερέας λεξικό γλώσσας δανικά, ιερέας στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ιδρυτής στα δανικά - grundlægger, grundlæggeren, stifter, stifteren
  • ιδρύω στα δανικά - oprette, oprejst, opføre, rejse, rank, opretstående
  • ιεραπόστολος στα δανικά - missionær, missionering, missionske, missioneringen
  • ιερατείο στα δανικά - præstedømme, præstedømmet, præstedømmets, præsteskab
Τυχαίες λέξεις
Ιερέας στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sognepræst, minister, præst, kapellan, feltpræst, Kapellanen, præsten