Moderne στα ελληνικά

Μετάφραση: moderne, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοντέρνος, σύγχρονος, Σύγχρονη, Μοντέρνα, Μοντέρνο
Moderne στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • moden στα ελληνικά - ώριμος, ωριμάζω, μεστώνω, μεστός, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ...
  • moder στα ελληνικά - μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
  • modgift στα ελληνικά - αντίδοτο, Antidote, αντιδότου, αντίδοτο για, αντίδοτο παρουσιάζει
  • modig στα ελληνικά - θαρραλέος, γενναίος, γενναία, γενναίοι, γενναίο, γενναίους
Τυχαίες λέξεις
Moderne στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοντέρνος, σύγχρονος, Σύγχρονη, Μοντέρνα, Μοντέρνο