Nære στα ελληνικά

Μετάφραση: nære, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλλιεργώ, σιτίζω, ταΐζω, τρέφω, τροφοδοτώ, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Nære στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • næbdyr στα ελληνικά - πλατύπους, Platypus, πλατύποδα, Το Platypus, από πλατύποδες
  • nær στα ελληνικά - κοντινός, κοντά, κολλητός, πνιγηρός, αποπνιχτικός, στενή, κλείσιμο, ...
  • næring στα ελληνικά - θρέψη, φαγητό, τροφή, διατροφή, διατροφής, διατροφή των
  • næringsstof στα ελληνικά - φαγητό, τροφή, θρεπτικά συστατικά, θρεπτικών συστατικών, των θρεπτικών συστατικών, θρεπτικών ουσιών, θρεπτικό συστατικό
Τυχαίες λέξεις
Nære στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλλιεργώ, σιτίζω, ταΐζω, τρέφω, τροφοδοτώ, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής