Τρέφω στα δανικά

Μετάφραση: τρέφω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fodre, nære, foder, foderstoffer, foderet
Τρέφω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρέφω

τρέφω παράγωγα, τρέφω συνώνυμα, τρέφω λεξικό γλώσσας δανικά, τρέφω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τρένο στα δανικά - tog, uddanne, toget, train, togets
  • τρέξιμο στα δανικά - kører, drift, driften, kørende, løb
  • τρέχω στα δανικά - hast, fart, løbe, hastighed, krigsstien, rampage, amok, ...
  • τρήμα στα δανικά - foramen
Τυχαίες λέξεις
Τρέφω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fodre, nære, foder, foderstoffer, foderet