Τροφοδοτώ στα δανικά
Μετάφραση: τροφοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fodre, nære, Stoke, proppe, i Stoke, af Stoke, til Stoke
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τροφοδοτώ
τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ λεξικό γλώσσας δανικά, τροφοδοτώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- τροφικός στα δανικά - nærende, næringsværdi, ernæringsmæssige, ernæring, næringsværdien
- τροφοδοσία στα δανικά - catering, forplejning, catering ved, køkken-, køkkenfaciliteter
- τροφοδότης στα δανικά - restauratøren, etablissementer, kok, festmåltider, caterer
- τροχαλία στα δανικά - trisse, remskive, remskiven, skive, rullen
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοτώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fodre, nære, Stoke, proppe, i Stoke, af Stoke, til Stoke
Μεταφράσεις: fodre, nære, Stoke, proppe, i Stoke, af Stoke, til Stoke