Normal στα ελληνικά

Μετάφραση: normal, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυσιολογικός, κανονικός, κανονική, κανονικής, κανονικές
Normal στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nord στα ελληνικά - βοράς, βοριάς, βόρειος, βορράς, βόρεια, βόρειο, βορρά
  • norm στα ελληνικά - πρότυπο, νόρμα, κανόνας, κανόνα, στόχου
  • novelle στα ελληνικά - διήγημα, σύντομη ιστορία, μικρή ιστορία, διηγήματος, διήγημα του
  • nu στα ελληνικά - αμέσως, τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, σήμερα
Τυχαίες λέξεις
Normal στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυσιολογικός, κανονικός, κανονική, κανονικής, κανονικές