Opfindelse στα ελληνικά

Μετάφραση: opfindelse, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφεύρεση, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης
Opfindelse στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • operation στα ελληνικά - εγχείρηση, ιατρείο, λειτουργία, επιχείρηση, χειρουργική, χειρουργείο, χειρουργική επέμβαση, ...
  • opfinde στα ελληνικά - εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
  • opfyldelse στα ελληνικά - ικανοποίηση, αρέσκεια, συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, τη συμμόρφωση, την τήρηση
  • opførsel στα ελληνικά - διεξάγω, φέρσιμο, συμπεριφορά, διαγωγή, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, ...
Τυχαίες λέξεις
Opfindelse στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφεύρεση, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης