Εφεύρεση στα δανικά
Μετάφραση: εφεύρεση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
opfindelse, opfindelsen, ifølge opfindelsen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφεύρεση
εφεύρεση χαρτιού, εφεύρεση τηλεφωνου, εφεύρεση υπολογιστή, εφεύρεση κινητού τηλεφώνου, εφεύρεση τηλέφωνο, εφεύρεση λεξικό γλώσσας δανικά, εφεύρεση στα δανικά
Μεταφράσεις
- εφευρετικός στα δανικά - opfindsomme, opfindsom, ifølge opfindelsen, opfindelsen, opfinderiske
- εφευρετικότητα στα δανικά - opfindsomhed, opfindelseshøjde, opfindsomheden, idérigdom
- εφηβεία στα δανικά - puberteten, pubertet, i puberteten
- εφηβικός στα δανικά - nubile, purunge
Τυχαίες λέξεις
Εφεύρεση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: opfindelse, opfindelsen, ifølge opfindelsen
Μεταφράσεις: opfindelse, opfindelsen, ifølge opfindelsen