Oplevelse στα ελληνικά

Μετάφραση: oplevelse, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπειρία, περιπέτεια, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
Oplevelse στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ophøre στα ελληνικά - παύω, κατάπαυση, παύουν, κατάπαυση του, κατάπαυσης του, κατάπαυσης
  • opkald στα ελληνικά - δαχτυλίδι, τηλέφωνο, μάτι, κλήση, τηλεφωνώ, δακτυλίδι, κλήσεις, ...
  • oplyse στα ελληνικά - φωτίζω, φωτερός, ξανθός, ανάβω, ενημερώνει, πληροφορεί, ενημερώνουν, ...
  • opløb στα ελληνικά - πλήθος, φινίρισμα, γκολ το, τελείωμα, τερματισμού, τέλος
Τυχαίες λέξεις
Oplevelse στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπειρία, περιπέτεια, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών