På στα ελληνικά

Μετάφραση: på, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
από, μέσα, εντός, κάθε, σε, αφού, ανά, επί, κατά, για, σχετικά
På στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • punkt στα ελληνικά - σπυρί, περίοδος, κουκίδα, διάστημα, επισημαίνω, αιχμή, δείχνω, ...
  • pynt στα ελληνικά - στολισμός, γαρνιτούρα, γαρνίρισμα, γαρνίρετε, γαρνίρουμε, το γαρνίρισμα
  • påfugl στα ελληνικά - παγόνι, παγώνι, παγωνιού, peacock, ταώς
  • påskud στα ελληνικά - πρόσχημα, πρόφαση, αφορμή, δικαιολογία, πρόσχημα για
Τυχαίες λέξεις
På στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: από, μέσα, εντός, κάθε, σε, αφού, ανά, επί, κατά, για, σχετικά