Penis στα ελληνικά

Μετάφραση: penis, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέλεχος, μέλος, πέος, πέους, το πέος, του πέους, πεών
Penis στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pengeseddel στα ελληνικά - τραπεζογραμμάτιο, χαρτονόμισμα, τραπεζογραμματίων, τραπεζογραμματίου, των τραπεζογραμματίων
  • pengeskab στα ελληνικά - χρηματοκιβώτιο, ασφαλής, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς
  • pension στα ελληνικά - συνταγή, σύνταξη, συνταξιοδοτικών, συνταξιοδοτικά, συντάξεων, σύνταξης
  • perception στα ελληνικά - αντίληψη, αντίληψης, την αντίληψη, η αντίληψη, αντίληψή
Τυχαίες λέξεις
Penis στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέλεχος, μέλος, πέος, πέους, το πέος, του πέους, πεών