Pludselig στα ελληνικά
Μετάφραση: pludselig, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξαφνικός, κοφτός, αιφνίδιος, ξαφνικά, απότομα, ξαφνικά να, αιφνιδίως, αιφνίδια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pligt στα ελληνικά - καθήκον, υποχρέωση, δασμοί, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό
- plov στα ελληνικά - αλέτρι, οργώνω, άροτρο, αρότρου, αυλακώσεως, άροτρο με
- pludseligt στα ελληνικά - αιφνιδιαστικά, ξαφνικά, απότομα, ξαφνικά να, αιφνιδίως, αιφνίδια
- plukke στα ελληνικά - μαδώ, μαζεύω, κασμάς, συλλέγω, πάρει, επιλέξετε, διαλέξετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Pludselig στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξαφνικός, κοφτός, αιφνίδιος, ξαφνικά, απότομα, ξαφνικά να, αιφνιδίως, αιφνίδια
Μεταφράσεις: ξαφνικός, κοφτός, αιφνίδιος, ξαφνικά, απότομα, ξαφνικά να, αιφνιδίως, αιφνίδια