Ξαφνικός στα δανικά

Μετάφραση: ξαφνικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pludselig, pludselige, pludseligt, brat
Ξαφνικός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξαφνικός

ξαφνικός πόνος στο γόνατο, ξαφνικός πυρετός, ξαφνικός πονοκέφαλος, ξαφνικός πειρασμός (1988), ξαφνικός βήχας, ξαφνικός λεξικό γλώσσας δανικά, ξαφνικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ξαφνιάζω στα δανικά - overraskelse, overraskende, surprise, overraske
  • ξαφνικά στα δανικά - pludseligt, pludselig
  • ξαφρίζω στα δανικά - skimme, skummetmælk, skummet, skim, skummet-
  • ξεγελώ στα δανικά - trick, kneb, snyde, outsmart, overliste, narre, vær klogere end
Τυχαίες λέξεις
Ξαφνικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pludselig, pludselige, pludseligt, brat