Samtykke στα ελληνικά
Μετάφραση: samtykke, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμφωνία, κατάλυμα, στέγαση, συγκατάθεση, συναίνεση, συγκατάθεσή, τη συγκατάθεσή, συγκατάθεσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sammenslutning στα ελληνικά - σωματειακός, ένωση, σύνδεσμος, σχέση, σύνδεσης, Συλλόγου, Συνδέσμου
- samtale στα ελληνικά - συνομιλία, διάλογος, συνέντευξη, συνέντευξης, συνέντευξή, συνέντευξή του, συνέντευξη που
- samvittighed στα ελληνικά - συνείδηση, συνείδησης, συνείδησή, της συνείδησης, συνειδήσεως
- sand στα ελληνικά - πραγματικός, άμμος, αληθινός, άμμο, άμμου, αμμουδιά, την άμμο
Τυχαίες λέξεις
Samtykke στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμφωνία, κατάλυμα, στέγαση, συγκατάθεση, συναίνεση, συγκατάθεσή, τη συγκατάθεσή, συγκατάθεσης
Μεταφράσεις: συμφωνία, κατάλυμα, στέγαση, συγκατάθεση, συναίνεση, συγκατάθεσή, τη συγκατάθεσή, συγκατάθεσης